Γράφει ο Στρατής Σημαντήρης
Το 1453, η ελληνορθόδοξη, ελληνόφωνη Κωνσταντινούπολη προτίμησε το τούρκικο σαρίκι από την παπική τιάρα, γιατί πίστευε ότι ο δυτικός ορθολογισμός θα ήταν πιο στραγγαλιστικός για τις υπερβατικές ιδέες που είχε. Γνωρίζουμε το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής (400 χρόνια οθωμανικού ζυγού) και υποθέτουμε το αποτέλεσμα της άλλης επιλογής. Από το 1821 μέχρι σήμερα, εξακολουθούμε να ταλαντευόμαστε μεταξύ του ανατολικού τρόπου σκέψης και του δυτικού τρόπου ζωής. Αποτέλεσμα αυτής της συνεχούς αμφίδρομης προσπάθειας είναι να περιπίπτουμε σε αντιφάσεις και συνήθως να αποτυγχάνουμε. «Μη χάνεσαι» έλεγαν οι Έλληνες στα καφενεία μέχρι το 1897. Με τα όνειρα που είχαμε, πιστέψαμε, ότι αν και ανοργάνωτοι, θα κατατροπώναμε τους Τούρκους, αλλά συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Λίγο αργότερα ακολουθώντας την πολιτική της Αντάντ (Entente) η Ελλάδα, μέσω του Ελευθέριου Βενιζέλου, τριπλασίασε την έκτασή της, έγινε η χώρα των δύο ηπείρων και των τριών θαλασσών. Ταυτόχρονα όμως γεννήθηκε ο Διχασμός που τελείωσε το 1981 με το κάψιμο των φακέλων των αντιφρονούντων στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής και έτσι η Ελλάδα έχασε την στήριξη των συμμάχων, περιορίστηκε όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και εθνικά, ενώ η αιματοχυσία του Εμφυλίου ακόμα δεν έχει πλήρως υπολογιστεί και παραμένει «ανοιχτή» η πληγή της Κύπρου.
Μήπως το «όχι» του 1940, ενώ παρουσιάστηκε ότι αφορούσε την ακεραιότητα της πατρίδας, ήταν στην πραγματικότητα «όχι» στην παγκοσμιοποίηση των αγορών; (Ο A’ παγκόσμιος πόλεμος έγινε, διότι οι ευρωπαϊκές ισχυρές, βιομηχανικές δυνάμεις μάλωναν για τις αποικίες και την επέκταση του εμπορίου. Ο B’ παγκόσμιος πόλεμος έγινε για να εκδικηθεί η Γερμανία τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για την υποχρεωτική στέρηση της επέκτασης των αγορών της, λόγω της ήττας της στον A’ παγκόσμιο πόλεμο.)
Το 1981, στην Ελλάδα φωνάζαμε ότι «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ είναι το ίδιο συνδικάτο», για να δηλώσουμε την αντίθεσή μας στην επιλογή «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Όμως, οι οικονομικές αγορές συνέχισαν να επεκτείνονται. Το μοντέλο του εφαρμοσμένου κομμουνισμού αυτοκαταλύθηκε. Η Κίνα, η Ινδία και άλλες δυνάμεις μεγεθύνονται οικονομικώς, ενώ η Ευρώπη, αλλά και η Αμερική προσπαθούν να μην καταποντιστούν και γι’ αυτό επιδιώκουν την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Οι Έλληνες στα καφενεία από το «Μη χάνεσαι», πέρασαν στο «Εμένα τι με νοιάζει;;» και στο «Έχεις μπάρμπα στην Κορώνη;;».
Σήμερα 35 χρόνια αργότερα εξακολουθούμε να αμφιταλαντευόμαστε για το εάν θα ακολουθήσουμε τον δρόμο προς την ανατολή ή τον δρόμο προς την δύση. Ούτε εμείς, αλλά ούτε και οι δυτικοί αποδεχόμαστε την πολιτισμική διαφορετικότητά μας. Δεν προσπαθούμε να επιτύχουμε μία σύνθεση των πολιτισμών αυτών και γι’ αυτό δεν καταρτίζεται μακροπρόθεσμος σχεδιασμός.
Διερωτάται κανείς, αν είναι εφικτό να βρίσκεσαι γεωγραφικά εκεί που κάνει «κουμάντο» ο δυτικός ορθολογισμός και να συμπεριφέρεσαι αντίθετα; Ακόμα και η κυρίαρχη τουριστική μας διαφήμιση είναι «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα». Πουλάμε μύθο, ζούμε με μύθους, μυθεύματα και όνειρα. Παράγουμε πολιτισμό, γνώση, λογοτέχνες (δύο Νόμπελ ποίησης), μουσικούς, ζωγράφους κλπ., που διαπρέπουν συνήθως την αλλοδαπή. Έχουμε τα περισσότερα θέατρα συγκριτικά με τον πληθυσμό μας . Έχουμε την καλύτερη γλώσσα στον Πλανήτη και η αναλογία πληθυσμού και καλλιτεχνών είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο. Αντιστρόφως, όμως ανάλογη είναι η σχέση του πληθυσμού με τα παραγόμενα προϊόντα και την βιομηχανία. Τα προϊόντα μας, μολονότι καταβάλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια από την συνηθισμένη, (έχουμε λιγότερες αργίες και εργαζόμαστε περισσότερο από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, αλλά δεν έχουμε συντονισμό και αλλάζουμε πολιτικές, νόμους και νοοτροπίες, «όπως τα πουκάμισα»), είναι ελάχιστα και δεν είναι πάντοτε ανταγωνιστικά.
Γι’ αυτό στην Ελλάδα εξακολουθεί να τίθεται το ερώτημα:
- Θέλουμε την παγκοσμιοποίηση των αγορών και τα μέσα που την επιτρέπουν;
- Μήπως πρέπει να ασχολούμεθα μόνο με τον τουρισμό;
- Μήπως ο ρόλος μας στην Ευρώπη είναι να χαλαρώνουν εδώ (στον ήλιο, στις αμμουδιές, στην οργανωμένη χαλαρότητα), όσοι εργάζονται συντονισμένα;
Μήπως τελικώς ο ρόλος μας στην Ενωμένη Ευρώπη είναι να «είμαστε τα γκαρσόνια» της;
Μήπως ο χορός που μας ταιριάζει είναι το τάγκο (δύο βήματα εμπρός και ένα πίσω;)